λεχθέν

λεχθέν
λέγω 2
pick up
aor part pass neut nom/voc/acc sg
λέγω 3
lay
aor part pass neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μοιχώ — μοιχῶ, άω (ΑΜ [μοιχός] 1. μοιχεύω 2. είμαι άπιστος προς τον θεό, απιστώ αρχ. 1. ερωτοτροπώ, έχω τρυφερότητες, «ζαχαρώνω» ή, κατ άλλους, σφετερίζομαι την εξουσία κάποιου με δόλιο και πανούργο τρόπο («Κόνωνι δὲ εἶπεν ότι παύσει αὐτὸν μοιχῶντα τὴν… …   Dictionary of Greek

  • παροιμιακός — ή, ό / παροιμιακός, ή, όν, ΝΑ [παροιμία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παροιμία, ο παροιμιώδης («παροιμιακή ρήση») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ παροιμιακόν (ενν. μέτρον) αναπαιστικός καταληκτικός δίμετρος που απαντά συνήθως στο τέλος αναπαιστικού …   Dictionary of Greek

  • περίεργος — η, ο / περίεργος, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που ενδιαφέρεται για το καθετί και θέλει να τό γνωρίσει, αυτός που ερευνά και επιδιώκει να μάθει τα πάντα, ερευνητικός (α. «από μικρός ήταν περίεργος και έμαθε πολλά» β. «περίεργα παιδία», Γαλ. γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”